ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ
24 Ιούνιος, 2015
Η Αρχιτεκτονική κριτική στον αστερισμό του ατομικισμού και του ωφελιμισμού[1]
Ο κριτικός λόγος των τελευταίων δεκαετιών δεν αποτελεί συνήθως έκφραση γνώμης για αρχιτεκτονικά έργα και αρχιτέκτονες προκειμένου να εντοπιστούν τα θετικά και αρνητικά τους στοιχεία.
Οι αποσπασματικές σκέψεις που ακολουθούν έχουν ως αφετηρία τους τη διαπίστωση ότι η αρχιτεκτονική κριτική που ασκείται ή μπορεί να ασκηθεί σήμερα δίχως κόστος για τον κρίνοντα -κόστος κοινωνικό, πολιτικό και επαγγελματικό- ελάχιστη σχέση έχει με την ετυμολογία της λέξης κριτική.[2] Ο κριτικός λόγος των τελευταίων δεκαετιών δεν αποτελεί συνήθως έκφραση γνώμης για αρχιτεκτονικά έργα και αρχιτέκτονες προκειμένου να εντοπιστούν τα θετικά και αρνητικά τους στοιχεία. Εξίσου σπάνια είναι και η διάθεση για«τεκμηριωμένη αξιολόγηση ενός έργου και ενός δημιουργού, δηλαδή η αποτίμησή τους με βάση συγκεκριμένα κριτήρια».[2] Αντίθετα, εκπληκτική άνθηση γνωρίζουν το κριτικάρισμα -«η άσκηση κριτικής με την πρόθεση να τονισθούν οι αρνητικές πλευρές του κρινόμενου και να υποτιμηθούν οι θετικές του»[3]- αλλά και ο χρησιμοθηρικός σχολιασμός, ο οποίος, προτάσσοντας την αποτελεσματικότητα ή σκοπιμότητα του λόγου έναντι της αλήθειας ή της δίκαιης αποτίμησης, παραπέμπει στην τέχνη των σοφιστών[4] της αρχαιότητας.
Έτσι, η αρχιτεκτονική κριτική είναι φυσικό να ρέπει σήμερα προς τον ανορθολογισμό, την υπερβολή, τον ανιστόρητο σχολιασμό, την επιδίωξη του εντυπωσιασμού με τη ρητορεία, αλλά και προς την παραδοξολογία, την ειρωνία, την αυταρέσκεια ή αυτοαναφορά και τον φατριασμό. Η αποδόμηση και ο ωφελιμισμός[1] αποτελούν τις κυρίαρχες ηθικο-φιλοσοφικές βάσεις του σημερινού κριτικού λόγου, ο οποίος άλλοτε εξυμνεί ή κολακεύει και άλλοτε αδικεί ή «θάβει» πρόσωπα, ιδέες και έργα, ανάλογα με τις περιστασιακές επιδιώξεις των κρινόντων και ανάλογα με τα συμφέροντα της ομάδας στην οποία ανήκουν.
Αυτά βέβαια δεν αφορούν μόνο την αρχιτεκτονική κριτική. Αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σημερινών καταναλωτικών, ατομοκεντρικών, ηδονιστικών και νεο-συντηρητικών κοινωνιών. Στις κοινωνίες αυτές η κριτική του συρμού είναι φυσικό να βρίσκεται στον ηθικο-φιλοσοφικό αντίποδα του κριτικού λόγου του παρελθόντος, ο οποίος χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη τόλμη, εντονότερο προβληματισμό -κοινωνικό και αισθητικό- και εποικοδομητικότερες σχέσεις του κριτικού με τον δημιουργό αλλά και με το αναγνωστικό του κοινό.
Επειδή όμως οι μόδες έρχονται, παρέρχονται και ενίοτε επανέρχονται ανανεωμένες ή μεταλλαγμένες, και επειδή η κριτική σε όλες τις τέχνες είναι γενικά ευκολότερη από τη δημιουργία, θα είχε πιστεύω νόημα μια στροφή σε μόνιμα, κοινά και κύρια ζητήματα του κριτικού λόγου της αρχιτεκτονικής όπως είναι λ.χ. : η ενασχόληση με την ουσία και αξία -ιστορική, αισθητική, κοινωνική ή άλλη- των κρινόμενων έργων, η επιδίωξη μιας δίκαιης αποτίμησής τους με συγχρονικές ή/και διαχρονικές προσεγγίσεις, η υποχρέωση των κριτικών και θεωρητικών να μην αντιμετωπίζουν τους αρχιτέκτονες της πράξης αφ' υψηλού ή ως ανταγωνιστές κ.ά.
της Ελένης Φεσσά-Εμμανουήλ
Ιστορικού της αρχιτεκτονικής, ομ. καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών
Σημειώσεις
1. Ο ωφελιμισμός (συν. χρησιμοθηρία) είναι γενικά η ηθικο-φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία η ορθότητα μιας πράξης εξαρτάται από το κατά πόσο συμβάλλει στην ευτυχία (εξυπηρέτηση ή κέρδος) αυτού που την επιτελεί αλλά και καθενός που επηρεάζεται από αυτήν. Στην καθημερινή ή αρνητική εκδοχή του ο ωφελιμισμός (συνώνυμο της χρησιμοθηρίας) είναι η νοοτροπία και η πρακτική που αποσκοπούν αποκλειστικά στην ιδιοτελή εξυπηρέτηση προσωπικών στόχων, στην αποκόμιση προσωπικού οφέλους. Βλ. Μπαμπινιώτης Γ,, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998, σ. 2030.Ωφελιμιστής, κατά έναν παλαιότερο ορισμό, είναι «ο θηρεύων το ωφέλιμον, ο εχόμενος του συμφέροντος, ο εξ εκάστης πράξεως προσδοκών άμεσον προσωπικήν ωφέλειαν». Βλ. Δημητράκος Δ., Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόμος ΙΕ´, Αθήναι, Εκδοτικός Οργανισμός Χ. Τεγόπουλος - Α. Ασημακόπουλος, 1964, σ. 8055.
2. Βλ. σχετικά: (α) Δημητράκος Δ., ό.π., τόμος Η΄, σ. 4132-4133, (β) Μπαμπινιώτης Γ, ό.π., σ. 966 και (γ) Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Αθήνα, Εκδόσεις Αρμονία, σ. 403.
3. Μπαμπινιώτης Γ, ό.π., σ. 966.
4. Σοφιστής στην αρχαιότητα ήταν ο δάσκαλος της ρητορικής και της πολιτικής φιλοσοφίας. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον ικανό στα σοφίσματα, δηλαδή στις έξυπνες επινοήσεις, τα «ευφυή τεχνάσμαρα» και στους σκόπιμα λαθεμένους ή παραπλανητικούς συλλογισμούς, που επιδιώκουν να πείσουν με λογικοφανή συμπεράσματα, τα οποία αντικρούονται δύσκολα. Βλ.: (α) Δημητράκος Δ., ό.π., τόμος ΙΓ΄, σ. 6612, (β) Μπαμπινιώτης Γ, ό.π., σ. 1649 και (γ) Τεγόπουλος-Φυτράκης, ό.π., σ. 705.